dévot - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

dévot - translation to Αγγλικά

Dévot; Devot; Devots

dévotion         
n. devotion, godliness, religiousness, worship, sanctimony
livres de prière      
n. devotional articles
pieux         
pious, devotional; godly, prayerful

Βικιπαίδεια

Dévots

Dévots (French pronunciation: ​[devo], Devout) was the name given in France to a group, active in both politics and social welfare, in the first half of the 17th century, which took a decisive part in the Catholic reform. It represented a perspective rather than a party. They shared a resistance to Protestant ascendancy, a nostalgia for the lost unity of Christendom, and an interest in social reforms in accordance with Christian morality.

Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για dévot
1. Conquis, dévot, le public lui a réservé un accueil exceptionnel.
2. Olivier Horner Lundi 13 mars 2006 Chapiteau dévot, bouche bée, pour Robert Plant.
3. "La religion est sacrée et les pri';res obligatoires pour un dévot", croit sinc';rement Makhlouf.
4. Agglomérant «paper», manger en ancien français, et «lard», le terme désigne d‘abord un faux dévot.
5. Christian Pitteloud – quarante ans de FC Sion, les biceps en étendards – observait la sc';ne avec un regard dévot: «Bigon, c‘est la classe.